οπωρικό

οπωρικό
το
η οπώρα, το φρούτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οπωρικός — ή, ό (ΑΜ ὀπωρικός, ή, όν) [οπώρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οπώρα νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. το οπωρικό(ν) φρούτο, εδώδιμος καρπός οπωροφόρου δένδρου μσν. οπωρινός* αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀπωρική ονομασία φαρμάκου για τη δυσεντερία …   Dictionary of Greek

  • ρετσέλι — και ριτσέλι(ον), το, Ν ζαχαρόπηκτο γλυκό τού κουταλιού από οπωρικό βρασμένο με πετιμέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. rećel] …   Dictionary of Greek

  • φρούτο — το (λ. ιταλ.), οπωρικό, καρπός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”